- υψηλόνους
- -ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α1. υψηλόφρων2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουνκομπορρημοσύνη, αλαζονεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό-νους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑψηλόνους — high minded masc/fem nom pl ὑψηλόνους high minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλόνουν — ὑψηλόνους high minded masc/fem acc sg ὑψηλόνους high minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek